αστροβολησία

αστροβολησία
ἀστροβολησία, η (Α) [αστροβόλητος]
το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀστροβολησία — ἀστροβολησίᾱ , ἀστροβολησία sun scorch fem nom/voc/acc dual ἀστροβολησίᾱ , ἀστροβολησία sun scorch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροβολία — ἀστροβολία, η (Α) η αστροβολησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολία < βολος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”